ακροβολιστής
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Greek Monolingual
ο (Α ἀκροβολιστής) ἀκροβολίζομαι
νεοελλ.
στρατιώτης (πεζός ή ιππέας) που μετέχει σε ακροβολιστική διάταξη
η γραμμή τών ακροβολιστών λέγεται και αλυσίδα ακροβολιστών
αρχ.
1. αυτός που μάχεται, που βάλλει από μακριά
2. έφιππος τοξότης ή ακοντιστής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκροβολίζομαι.
ΠΑΡ. ακροβολιστικός].