ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
-οαυτός που περιέχει αλάτι.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλας -ατος + -ούχος < έχω πρβλ. αγγλ. saline].