αλατούχος

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104

Greek Monolingual

-ο
αυτός που περιέχει αλάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλας -ατος + -ούχος < έχω πρβλ. αγγλ. saline].