ακροποταμιά

From LSJ
Revision as of 23:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

η
1. άκρη, όχθη ποταμού
2. περιοχή κοντά σε ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + ποταμιά.
ΠΑΡ. ακροποταμίτσα, ακροποταμίτης].