αλισφακίδι
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
Greek Monolingual
το
το αλισφακάκι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλισφακιά + παραγ. κατάλ. -ίδι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφακίδα, αλισφακιδιά].