αλισφακίδι
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
Greek Monolingual
το
το αλισφακάκι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλισφακιά + παραγ. κατάλ. -ίδι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφακίδα, αλισφακιδιά].