αμαξιάτικα

From LSJ
Revision as of 23:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Greek Monolingual

τα
τα χρήματα που πληρώνει κανείς για μια μεταφορά με άμαξα, τα αγωγιάτικα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άμαξα ή αμάξι και παραγ. κατάλ. -ιάτικα (πρβλ. αγωγιάτικα, καριάτικα, λιμανιάτικα κ.τ.ό.].