θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
συσκευάζω σε δέματα ή κιβώτια.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γαλλ. emballer «συσκευάζω» + κατάλ. -άρω.ΠΑΡ. αμπαλάρισμα, αμπαλαρισμένος].