Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
ἀμφιέννυμι και ἀμφιεννύω (Α)
1. ενεργ. περιβάλλω κάποιον με κάτι, του φορώ κάτι, ενδύω, ντύνω
2. μέσ. ντύνομαι, φορώ
3. παθ. στην ίδια σημασία με το ενεργητικό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + ἕννυμι, ἑννύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίεσμα, ἀμφιεσμός
μσν.- νεοελλ.
ἀμφίεσις (-η)].