díctamo
From LSJ
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
Spanish > Greek
δίψακος, δορκάδιον, ἐλαιοτόκος, δίκταμνον, ἀρτεμιδήιον, ἀρτεμίδιον, βελουλκός, δικταμνοειδής, βλήχων