τριχουνιαῖος

From LSJ
Revision as of 16:02, 16 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

{{LSJ1 |Full diacritics=τρῐχουνιαῖος |Medium diacritics=τριχουνιαῖος |Low diacritics=τριχουνιαίος |Capitals=ΤΡΙΧΟΥΝΙΑΙΟΣ |Transliteration A=trichouniaîos |Transliteration B=trichouniaios |Transliteration C=trichouniaios |Beta Code=trixouniai=os |Definition=α, ον, = τρίχους (holding three χόες, [[measure of three χόες), χύτρα Dsc. 2.76.12. }}

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχουνιαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., εἰς χύτραν κεραμέαν τριχουνιαίαν καινὴν κάθες αὐτὰ καὶ τὸ στέαρ Διοσκ. 2. 91, ἀμφίβολ.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
τρίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχοον / -ουν + κατάλ. -ιαῖος].