ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
οἰάω (Ι) οίος (Ι)(κατά τον Ησύχ.) «οἶός εἰμί, μονάζω».