επεισηγούμαι
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
Greek Monolingual
ἐπεισηγοῡμαι, -έομαι (Α) εισηγούμαι
εισηγούμαι, διδάσκω κάποιον κάτι («τὴν τῶν ἱστίων χρείαν τοῖς ναυτικοῑς ἐπεισηγήσασθαι», Διόδ.).