πολιοφυλακώ

From LSJ
Revision as of 20:22, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
(για στράτευμα) φυλάσσω την πόλη («μὴ... τῆς ἐλπίδος ἀντιλαμβανόμενος ἐπὶ τὸ πολιοφυλακεῖν ὁρμήσῃ καὶ τρίβειν τὸν πόλεμον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολιο- της δωρ. γεν. πόλιος της λ. πόλις + -φυλακῶ, μέσω ενός αμάρτυρου ον. πολιοφύλαξ (πρβλ. οδο-φυλακώ)].