ανθρωποφόρος

From LSJ
Revision as of 20:25, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195

Greek Monolingual

ἀνθρωποφόρος, -ον (AM) (αποδίδεται στον Χριστό)
αυτός που έχει φορέσει, που έχει περιβληθεί την ανθρώπινη σάρκα
«τὸ δεῖν προσκυνεῖν μὴ σάρκα θεοφόρον ἀλλά θεὸν ἀνθρωποφόρον» (Γρηγ. Ναζ.).