παιδούς

From LSJ
Revision as of 14:40, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

παιδοῡς, -οῡσσα και -οῡσα, -οῦνκαι παιδόεις, -όεσσα, -όεν (ΑΜ)
1. αυτός που έχει άφθονα παιδιά
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοῡσα
η έγκυος γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -όεις / -οῦς].