εχόντως

From LSJ
Revision as of 17:15, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " »" to "»")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

ἐχόντως (Α)
(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχω) φρ. «ἐχόντως νοῦν» — νουνεχώς, συνετώς (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. ενεστ. έχων, έχοντος του έχω].