ανθρωπαίος
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
ἀνθρωπαῖος, ο (Μ)
αυτός που κατοίκησε μέσα στον άνθρωπο (θεολογικός όρος που χρησιμοποιούν ο Κύριλλος και ο Ι. Δαμασκηνός για να αντικρούσουν τις απόψεις του Νεστόριου).