κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
ἡμιωριαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που διαρκεί μισή ώρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιωριαῑον
η διάρκεια μισής ώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. ημι- + ωριαίος].