προστομιαίο

From LSJ
Revision as of 13:20, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

το / προστομιαῖον, ΝΑ προστόμιον
νεοελλ.
αρχιτ. το τοξοειδές τμήμα μιας θολωτής αρχιτεκτονικής κατασκευής το οποίο δημιουργείται με θολολίθους τραπεζοειδούς σχήματος ή με οπλισμένο σκυρόδεμα
αρχ.
το μετά την βόρεια στοά του Ερεχθείου πρώτο ορθογώνιο επίμηκες διαμέρισμα.