διαμέρισμα

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Spanish (DGE)

-ματος, τό porción glos. a δάσμα Hsch.

Greek Monolingual

το
1. τμήμα, μέρος ενός διαχωρισμένου συνόλου
2. (για οικήματα) σύνολο δωματίων με τους απαραίτητους βοηθητικούς χώρους που χρησιμοποιείται ως κατοικία οικογένειας είτε ατόμου ή για γραφεία
3. τμήμα πόλης
4. μεγάλη διοικητική περιφέρεια
5. στρατιωτικός τομέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου].