συνταξιδιώτις
From LSJ
Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit
Greek Monolingual
συνταξιδιώτης, ο, θηλ. συνταξιδιώτις, -ιδος, και συνταξιδιώτισσα, Ν
σύντροφος σε ταξίδι με το ίδιο μέσο μεταφοράς.