αἱμαχάτης
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Greek (Liddell-Scott)
αἱμαχάτης: -ου, ὁ, αἱμόχρους ἀχάτης, εἶδος πολυτ. λίθου, Πλίν. 37. 54· ἴδε ἀχάτης.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): lat. haemachates Plin.HN 37.139, Solin.5.27
ágata de color de sangre Plin.l.c., haemachates sanguineis maculis inrubescit Solin.l.c.