ἀβάκτις

From LSJ
Revision as of 10:00, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

Greek (Liddell-Scott)

ἀβάκτις: ἢ ἀβ ἄκτις, ὁ, ἄκλ. ― ἐκ τοῦ Λατινικοῦ ab actis, ἀρχειοφύλαξ, ὑπομνηματιστής. Νειλ. Ἐπιστ. 2, 207, Θεοφίλῳ ἀβάκτις. Λυδ. 220, 262, 23. 213, «ἀβ ἄκτις μὲν ὄνομα τῷ φροντίσματι, σημαίνει δὲ καθ’ ἑρμηνείαν τὸν τοῖς ἐπὶ χρήμασι πραττομένοις ἐφεστῶτα».

Spanish (DGE)


• Grafía: graf. ἀβάκτης PLandlisten 2.509 (IV d.C.), pero cf. PLandlisten 2.781, lat. ab actis (cf. ἀβ ἄκτις Lyd.Mag.3.20)
• Morfología: [indecl., pero ac. sg. ἀβάκτην POxy.1108.11 (VI/VII d.C.)]
funcionario encargado de registrar, como notario público, asuntos pertenecientes a la jurisdicción civil ἀ. πάγου PLandlisten 2.509, τοιαῦτα γράμματα ἀποστεῖλαι πρὸς τὸν ἀβάκτις SB 9106.3 (V d.C.), cf. PLandlisten 2.781, Nil.M.79.309B, Lyd.l.c., PMich.624.10 (VI d.C.), POxy.l.c.