γαλαντόμος

From LSJ
Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514

Greek Monolingual

-α, -ικο
1. περιποιητικός, προσηνής
2. γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) galantomo «γενναιόδωρος, γενναιόφρονος» (πρβλ. γαλλ. galant homme, ιταλ. galantuomo)].