γεροντοπαλήκαρο
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Greek Monolingual
το 1. άντρας προχωρημένης ηλικίας που έμεινε άγαμος (πρβλ. γεροντοκόρη)
2. ακμαίος, άγαμος άντρας προχωρημένης ηλικίας.
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
το 1. άντρας προχωρημένης ηλικίας που έμεινε άγαμος (πρβλ. γεροντοκόρη)
2. ακμαίος, άγαμος άντρας προχωρημένης ηλικίας.