γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
θηριόστερνος: -ον, ἔχων στέρνον θηρίου ἀγρίου, Νικήτ. Εὐγεν. 4. 178.
θηριόστερνος, -ον (Μ)
αυτός που έχει καρδιά θηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ-στερνος, λασιό-στερνος].