ικετοδόχος

From LSJ
Revision as of 10:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek Monolingual

ικετοδόχος -ον (Μ)
ο ικεταδόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόχος, οινο-δόχος].