ικετοδόχος
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Greek Monolingual
ικετοδόχος -ον (Μ)
ο ικεταδόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόχος, οινο-δόχος].