κιστίδες
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
Greek Monolingual
οι
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της τάξης τών παριετωδών ή, κατ' άλλους, της τάξης τών βιολωδών, που ευδοκιμούν σε ηλιόλουστους τόπους, σε αμμώδη και ασβεστώδη εδάφη τών μεσογειακών χωρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cistaceae < cist- (πρβλ. κίστος) + κατάλ. -aceae (< λατ. -aceus), που στην ελλ. αποδίδεται με την -ίδες].