κολάπσους

From LSJ
Revision as of 13:38, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

ιατρ.
παθοφυσιολογικός όρος που χρησιμοποιείται σήμερα στη βιβλιογραφία ως σχεδόν συνώνυμος του σοκ («α. καρδιοαγγειακό κολάπσους» β. «κυκλοφορικό κολάπσους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. collapsus < λατ. collapsus < collabor «καταπίπτω, καταρρέω»].