διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
η1. κούνια2. γυναίκα που κουνά το σώμα της προκλητικά όταν περπατάει.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουνώ + κατάλ. -ίστρα (πρβλ. μανταρ-ίστρα)].