κοπροσκούληκας
From LSJ
ο
1. σκουλήκι που ζει στην κοπριά
2. (για πρόσ.) κοπρίτης, κοπρόσκυλο, άνθρωπος που δεν απομακρύνεται από το σπίτι του για να βρει δουλειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + σκούληκ-ας (< σκουλήκι + μεγεθ. κατάλ. -ας, πρβλ. λέλεκ-ας, μέρμηγκ-ας)].