κρανιοτομία

From LSJ
Revision as of 13:53, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source

Greek Monolingual

η
οστεοτομία του θόλου του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniotomie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -tomie (< νεώτ. λατ. -tomia < -τομία < -τόμος < τέμνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πετρίνη].