μεταδημότης

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

ο
δημότης που μετεγγράφεται στα μητρώα άλλου δήμου ή άλλης κοινότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δημότης (< δήμος), πρβλ. ετερο-δημότης.