μισαρχία

From LSJ
Revision as of 15:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

μισαρχία, ἡ (Α)
(για τους Ιουδαίους) μίσος για την εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -αρχία μέσω ενός αμάρτυρου μίσαρχος (< μισῶ + -αρχος), πρβλ. φιλ-αρχία].