ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
μισαρχία, ἡ (Α)(για τους Ιουδαίους) μίσος για την εξουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -αρχία μέσω ενός αμάρτυρου μίσαρχος (< μισῶ + -αρχος), πρβλ. φιλ-αρχία].