Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die
-ον, Αωφέλιμος, χρήσιμος («λόγον... ἡδύν, ὠφελήσιμον», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. -ήσιμος (πρβλ. βοηθ-ήσιμος)].