ιππόθορος
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
ἱππόθορος, -ον (Α)
φρ. «ἱππόθορος νόμος» — μουσικό κομμάτι που παιζόταν, όταν οχεύονταν οι φοράδες, ως διεγερτικό της ορμής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + -θόρος (< θορός «σπέρμα»), πρβλ. βούθορος, ένθορος(βλ. και ιπποθόρος)].