εξ αδιαιρέτου

From LSJ
Revision as of 10:18, 22 December 2021 by Spiros (talk | contribs)

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

επιρρ. φρ.) «εξ αδιαιρέτου» (ab indiviso), λέγεται για να δηλώσει τη συγκυριότητα πολλών δικαιούχων πάνω στο ίδιο αντικείμενο. Βλέπε αδιαίρετος.