τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
ἐριστός, -ή, -όν (Α) ερίζωαυτός που προκαλεί έριδες, φιλονεικίες («δεῖ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν» — δεν πρέπει να συζητούμε με τους δυνατούς όσα προκαλούν έριδες, Σοφ.).