Ιασώ
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Ἰασώ, -οῦς, ιων. τ. Ἰησώ, ἡ (Α) [[ιάομαι- ώμαι]]
θεά της ίασης και της υγείας («Ἰασώ μὲν... ὑπηρυθρίασε», Αριστοφ.).