εύπλους
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
εὔπλους, -ουν και εὔπλοος, -οον (Α)
1. αυτός που είναι καλός να τον διαπλεύσει κάποιος («πλοῦς εὔπλους» — η εύπλοια, Ηριν.)
2. αυτός που εκτελεί καλόν πλου.
επίρρ...
εὔπλως (Μ)
ευνοϊκά, καλοτάξιδα, με ευνοϊκό καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλους].