дромадер
From LSJ
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
Russian (Dvoretsky)
δρομοκάμηλος, κάμηλος δρομάς, δρομάς, δρομὰς κάμηλος, δρομαία κάμηλος, δρομαδάριος
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
δρομοκάμηλος, κάμηλος δρομάς, δρομάς, δρομὰς κάμηλος, δρομαία κάμηλος, δρομαδάριος