ἐκστατικῶς
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
French (Bailly abrégé)
adv.
ἐκστατικῶς ἔχειν être hors de soi, être égaré ou furieux.
Étymologie: ἐκστατικός.
Russian (Dvoretsky)
ἐκστᾰτικῶς: в возбужденном состоянии, не помня себя Polyb., Plut.