δυσαντιρρήτως
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
Russian (Dvoretsky)
δυσαντιρρήτως: неопровержимо (εἰρηκέναι Polyb.).
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
δυσαντιρρήτως: неопровержимо (εἰρηκέναι Polyb.).