πλευστικῶς
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
Russian (Dvoretsky)
πλευστικῶς: в состоянии пригодном для плавания (ἐν τῇ θαλάττῃ Arst.).