μυρσίνη ἀγρία
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
sorte de plante.
Étymologie: μύρσινος.
Syn. ἀνάγγελος, γορυνίας, ἱερόμυρτος, χαμαίπιτυς, μυρτάκανθος, ἄκαιρον, ξυλομυρσίνη, ἄγονον, μυρρινάκανθος, χαμαιμυρσίνη, κατάγγελος, κεντρομυρσίνη.