συνεπαίρνω

From LSJ
Revision as of 20:08, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

Ν
1. παίρνω κάποιον μαζί μου, παρασύρω («τον συνεπήρε στα βαθιά το κύμα»)
2. μτφ. γοητεύω, μαγεύω, συναρπάζω («το θέαμα τους συνεπῆρε κι έμειναν άφωνοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεπαίρω (πρβλ. παίρνω < επαίρω)].