θέαμα
English (LSJ)
Ion. θέημα, ατος, τό, (θεάομαι) sight, spectacle, Semon.7.67, A.Pr.306, E.Supp.783, Ar.Av.1716, etc.; εἴ τις ὀρχοῖτ' εὖ, θέαμ' ἦν Pl.Com.130; opp. μάθημα, Th.2.39; freq. of a sight which gives pleasure, θεάματα καὶ ἀκροάματα ἥδιστα παρέχεις X.Smp.2.2, cf. 7.5; ὀρχήσεις καὶ θεάματα Phld.Mus.p.26 K.; ἐμπλήσθητε τοῦ καλοῦ θ. Pl. R.440a; but also θέαμα δυσθέατον A.Pr.69, cf. S.Aj.992; ἑπτὰ θεάματα = the seven wonders of the world, Str.14.2.5, Plu.2.983e: sg., of a marvellously engraved ring, Gal.UP17.1.
German (Pape)
[Seite 1190] τό, Anblick, Schauspiel; δυσθέατον ὄμμασι Aesch. Prom. 69; Soph. Ai. 992; Eur. Suppl. 803. Eben so in Prosa, Plat. Rep. IV, 440 a Isocr. 4, 45 u. A.; τὰ ἑπτὰ θεάματα, die sieben Wunderwerke, Strab. XIV, 652.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 objet que l'on contemple, spectacle;
2 particul. spectacle agréable aux yeux ; spectacle digne d'être vu : τὰ ἑπτὰ θεάματα les sept merveilles du monde.
Étymologie: θεάομαι.
Russian (Dvoretsky)
θέᾱμα: дор. θάημα, ατος τό
1 вид, зрелище (δυσθέατον Aesch.; ἄλγιστον Soph.; καλόν Eur.; δεινόν Plut.): θεάματα καὶ ἀκροάματα ἥδιστα Xen. услаждение для зрения и для слуха;
2 обозрение, осмотр (ἢ μάθημα ἢ θ. Thuc.);
3 достопримечательность: τὰ ἑπτὰ θεάματα Plut. семь чудес мира (см. ἑπτά).
Greek (Liddell-Scott)
θέᾱμα: Ἰων. θέημα, τό, (θεάμομαι) ὅ,τι θεᾶταί τις, ἢ τό γινόμενον πρὸς θέαν. ἰδίως τὸ παρέχον τέρψιν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, ὡς τὸ ἀκρόαμα εἰς τὰ ὦτα (Ξεν. Συμπ. 2, 2., 7, 5), Σιμων. Ἰαμβ. 6. 67, Αἰσχύλ. Πρ. 69, 304, Σοφ. Αἴ. 992, Εὐρ. Ἱκέτ. 784, Θουκ. 2. 39, Πλάτ. κλπ.· εἴ τις ὀρχοῖτ’ εὖ, θέαμ’ ἦν Πλάτ. Κωμ. Σκευ. 1· ἑπτὰ θ., τὰ ἑπτὰ θαύματα τοῦ κόσμου, Στράβ. 652.
Greek Monolingual
το (AM θέαμα, Α ιων. τ. θέημα θεώμαι
καθετί που βλέπει ή που παρατηρεί κανείς με προσοχή
2. συνεκδ. η εντύπωση που δημιουργείται από την παρατήρηση του θεάματος (α. «θλιβερό θέαμα» β. «δέρκου θέαμα», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. παράσταση σε θέατρο ή σε άλλον δημόσιο χώρο
2. φρ. «έγινες θέαμα» — έγινες επίκεντρο της προσοχής τών άλλων
αρχ.
1. τερπνό θέαμα, ευχάριστο όραμα
2. (σε αντιδιαστολή προς το μάθημα) αυτό που μαθαίνει κανείς βλέποντας, παρατηρώντας («ἤ μαθήματος ἤ θεάματος», Θουκ.)
3. ιδέα, σύλληψη
4. φρ. «ἑπτά θεάματα» — τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.
Greek Monotonic
θέᾱμα: Ιων. θέημα, -ατος, τό (θεάομαι), αυτό το οποίο αντικρύζεται, θέαμα, όραμα, σε Τραγ., Θουκ., κ.λπ.
Middle Liddell
θεάομαι
that which is seen, a sight, show, spectacle, Trag., Thuc., etc.