denote
From LSJ
v. trans.
Mean, signify: Ar. and P. νοεῖν, P. σημαίνειν, βούλεσθαι, φρονεῖν (Thuc. 5, 85); see mean.
Show: P. and V. σημαίνειν, δηλοῦν, δεικνύναι, φαίνειν; see show.
Portend: P. and V. σημαίνειν, φαίνειν (Eur., El. 829), V. προφαίνειν, προσημαίνειν.