derision
From LSJ
τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. and V. γέλως, ὁ, καταγέλως, ὁ, V. κερτόμησις, ἡ, P. χλευασία, ἡ, χλευασμός, ὁ.
τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man
subs.
P. and V. γέλως, ὁ, καταγέλως, ὁ, V. κερτόμησις, ἡ, P. χλευασία, ἡ, χλευασμός, ὁ.